- μιμιχμός
- μιμιχμός (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τοῡ ἵππου φωνή».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei)-].
Dictionary of Greek. 2013.